- Πείσωνι
- Πείσωνmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέπαινος — ον, Α [συνεπαινῶ] αυτός που επαινεί, που επιδοκιμάζει μαζί με κάποιον άλλο («ἡ βουλὴ συνέπαινος Πείσωνι γενομένη», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek